- ονοματολογικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ονοματολογία («ονοματολογικό σύστημα»).επίρρ...ονοματολογικώς και -άμε ονοματολογικό τρόπο, από την άποψη τής ονοματολογίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ονοματολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Π. Χιώτη].
Dictionary of Greek. 2013.